- μακαρονοποιΐα
- η производство макарон
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μακαρονοποιία — η 1. η τέχνη παρασκευής μακαρονιών 2. βιομηχανία παραγωγής ζυμαρικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακαρονοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek